ανεπιτήδευτο

ανεπιτήδευτο
yapmacıksız, içten, gönülden

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυσικότητα — η, Ν (σχετικά με έκφραση, συμπεριφορά, χαρακτήρα) η ιδιότητα τού φυσικού, η ειλικρίνεια, η απλότητα, το ανεπιτήδευτο, το απροσποίητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός. Η λ., στον λόγιο τ. φυσικότης, μαρτυρείται από το 1852 στον Φίλ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • Ζεραλντί, Πολ — (Paul Géraldy, Παρίσι 1885 – 1983). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή, διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα, Πολ Λεφέβρ. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του δραστηριότητα με το σύντομο θεατρικό έργο Οι θεατές (1906) και την ποιητική συλλογή Οι… …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτήδευτος — η, ο απροσποίητος, φυσικός, αφελής: Διατύπωσε τις απόψεις του με τρόπο φυσικό, ανεπιτήδευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”